Κεντροαριστερά: Ο Παπανδρέου, ο Τσίπρας και ο «απέναντι» στον Μητσοτάκη

31

Ποιος είναι ο ρόλος του Γιώργου Παπανδρέου και του Αλέξη Τσίπρα στις διεργασίες για την Κεντροαριστερά.

Ποιείται την νήσσαν, επιχειρώντας αποτυχημένα να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό του, όποιος υποστηρίζει ότι ο διάλογος για το μέλλον της ελληνικής Κεντροαριστεράς άνοιξε ξάφνου την Τρίτη και 13 του Φλεβάρη του 2024 σ’ ένα θέατρο της Αθήνας, επί της Πατησίων. Κάθε άλλο μάλιστα.

Προφανέστατα η δημοσιότητα που πήρε η προ ημερών εκδήλωση, η τροπή και η έκβασή της μαρτύρησαν κάτι εξόχως σημαντικό: ότι πεδίο και τομείς σύγκλισης υφίστανται το δίχως άλλο. Σε κάθε περίπτωση όμως είχε δημιουργηθεί ήδη το πολιτικό υπόβαθρο προκειμένου να αρχίσει -δημοσίως εφεξής- μια τόσο μεγάλη κουβέντα.

Είναι αδιαμφισβήτητο πια ότι η απαιτούμενη προεργασία είχε γίνει με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε σε μια κομβική, συνάμα δε πιο ώριμη, περίοδο να προκύψει ένα πρώτο -έστω και θεωρητικό- αποτέλεσμα. Το χαλί είχε στρωθεί. Το σημείο βέβαια που είναι, εν τέλει, εφικτό να φτάσει όλο αυτό θα διευκρινιστεί μέσα στους επόμενους μήνες – μετά το καλοκαίρι κυρίως.

Σίγουρα πάντως η σπίθα, που σιγόκαιγε, φούντωσε λίγο τη φωτιά. Αφενός μεν το ασφυκτικά γεμάτο θέατρο, από τις πρώτες θέσεις ως το φουαγιέ και τα σκαλοπάτια της εξόδου, αφετέρου δε οι προσεκτικές πλην σαφείς τοποθετήσεις της Έφης Αχτσιόγλου (Νέα Αριστερά), του Μανώλη Χριστοδουλάκη (ΠαΣοΚ) και Διονύση Τεμπονέρα (ΣΥΡΙΖΑ) λειτούργησαν -συνδυαστικά- σαν μεγεθυντικός φακός της ανάγκης της έκφρασης μιας (υπολογίσιμης) μερίδας του πολιτικού κόσμου για τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου απέναντι στον αντίθετο πόλο (κεντροδεξιά – δεξιά).

Όπως διευκρινίστηκε μάλιστα ήταν η (φανερή) αφετηρία μιας σειράς από πρωτοβουλίες που οφείλουν να λάβουν, με κάθε επισημότητα, οι δυνάμεις του προοδευτικού τόξου της χώρας έτσι ώστε ν’ ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και να οχυρωθούν έναντι του συντηρητισμού και του σκεπτικισμού που έχει δομηθεί και σταδιακά ισχυροποιείται, τόσο εντός όσο κι εκτός συνόρων.

Δεν είναι τυχαίο πως ακούστηκαν εκφράσεις του τύπου:

  • «ο πολιτικός χρόνος δεν υπακούει στην πολιτική του ώριμου φρούτου».
  • «επείγει περισσότερο από ποτέ».
  • «είμαστε υποχρεωμένοι να συζητάμε».
  • «είναι η ώρα ιστορικών υπερβάσεων».
  • «η πρόοδος σημαίνει ανοιχτό μυαλό».
  • «το πιο εύκολο είναι να κλειστούμε σε μια γυάλα».
  • «προσθέσεις και όχι αφαιρέσεις».
  • «πρωτοβουλίες χωρίς μικροκομματικές ιδιοτέλειες».
  • «πρέπει να κάνουμε μια επιλογή».
  • «αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα απ’ όσα μάς χωρίζουν».

Έχουν ήδη ανοίξει τον δρόμο Παπανδρέου – Τσίπρας

Πάει καιρός από τότε που η σκέψη αυτή φωλιάζει στο μυαλό ανθρώπων, οι οποίοι κινούνται στο φάσμα μεταξύ μεταρρυθμιστικού κέντρου, σοσιαλδημοκρατίας και εκσυγχρονιστικής Αριστεράς. Δίχως να εμπίπτει στα όρια του οργανωμένου σχεδίου, ουδείς αρνείται ζυμώσεις στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο, μέσα από τις οποίες οι εμπλεκόμενοι επεξεργάζονται προϋποθέσεις και καθαρούς όρους μιας τέτοιας «συμμαχίας». Ένας τέτοιος δυνητικός συνασπισμός θα έχει ως στόχο να προσελκύει μια σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος και ταυτόχρονα ν’ αποτρέψει την ανοχή στην υφιστάμενη κυβερνητική πολιτική.

Το ότι ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιώργος Παπανδρέου συνομιλούν για το μέλλον του χώρου και της πολιτικής γενικότερα δεν είναι, πλέον, κρυφό. Ούτε έμεινε ποτέ στο σκοτάδι κι ας γινόταν λόγος από αντίπαλα στρατόπεδα για «συνωμοσίες ηττημένων». Αντιθέτως. Άλλο το αν διαψεύδονται συναντήσεις τους, όπως είχε συμβεί στα μέσα Ιανουαρίου, κι άλλο το δεν ανταλλάσσουν απόψεις για τα τεκταινόμενα.

Αυτό ισχύει και, εκτός συγκλονιστικής ανατροπής, θα συνεχιστεί ανάλογα, διότι αμφότεροι ενδιαφέρονται για το παρόν και το μέλλον, παρακολουθώντας από την απόσταση που έχουν επιλέξει οι ίδιοι τις εξελίξεις. Οι γωνίες που γρατζουνούσαν πότε τον έναν και πότε τον άλλον έχουν πλέον λειανθεί, οι μεταξύ τους αποστάσεις έχουν μειωθεί στο ελάχιστο.

Ξεχάστηκαν οι διαφορές, άρχισαν οι κουβέντες

Μπορούν πλέον να περπατούν σε δρόμους παράλληλους και να συζητούν δίχως αγκυλώσεις, είτε συμφωνώντας (στα περισσότερα) είτε διαφωνώντας (σε άλλα). Το «έχει ξεπεράσει τη Θάτσερ και τον Πινοσέτ» του 2011 και το «Ολανδρέου» του 2012 από τη μία ή το «τακτικό τέχνασμα» για το δημοψήφισμα του 2015 από την άλλη, όπως επίσης οι ενίοτε αιχμές και η στοχοποίηση για την πολιτική στάση του καθενός έχουν περάσει κι αυτά στο «χρονοντούλαπο» του Ανδρέα Παπανδρέου – που (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) τούς έχει φέρει πιο κοντά.

Έχει μεσολαβήσει παραπάνω από ένας χρόνος αφότου οι δύο πρώην πρωθυπουργοί συμπέραναν, τυχαία ή μη, πως οι πολιτικές ιδέες τους για το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης ταυτίζονται σε αρκετά σημεία τους. Δεν λησμονείται πως είχε ήδη αρχίσει η στροφή του Αλ. Τσίπρα, η οποία και ολοκληρώθηκε σιγά σιγά, με ευθείες βολές στην (άλλοτε ανέγγιχτη για την Κουμουνδούρου) «καραμανλική» δημοσιονομική περίοδο και την τεράστια ευθύνη της για τη χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης

Απλώς μετά το φθινόπωρο οι συνθήκες ευνόησαν μια πιο τακτική επαφή. Δεδομένου ότι ο (παραιτηθείς) Αλέξης Τσίπρας ορίστηκε στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ και στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, τον έφερε -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στο ίδιο τραπέζι με τον Γιώργο Παπανδρέου (ΠαΣοΚ).

Οι δυο τους μάλιστα συνυπήρξαν τον Οκτώβριο σε επίσημες συναθροίσεις κατά τη διάρκεια της κοινής παρουσίας τους στο Στρασβούργο, έχοντας την ευκαιρία ν’ ανοίξουν κι άλλο τον μεταξύ τους διάλογο. Είχαν τη δυνατότητα, αν ήθελαν, να βρεθούν μακριά από τα φώτα, αλλά δεν το επέλεξαν. Λειτούργησαν στο φως.

Οι διεθνείς επαφές του Τσίπρα

Ακολούθησαν, επίσης, εντός Δεκεμβρίου οι συναντήσεις που κανόνισε ο πρώην αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ σε Ιταλία και Γαλλία με προσωπικότητες διεθνούς κύρους από τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό. Ήταν ολοφάνερη η προσπάθειά του τότε να εμφανιστεί ως μια ανθεκτική φιγούρα στον χώρο της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, η οποία χάρη στις διεθνείς διασυνδέσεις και τις προσβάσεις της που είχε αποκτήσει διαθέτει την ευχέρεια ν’ αποτελεί ισάξιο συνομιλητή, προβάλλοντας τις θέσεις της.

Σ’ αυτές ο Αλ. Τσίπρας ανέπτυξε προβληματισμούς και σκέψεις για διάφορα διεθνή πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Μεταξύ αυτών οι πόλεμοι στην αυλή της Ευρώπης, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το μεταναστευτικό, η άνοδος της ακροδεξιάς η κλιματική κρίση και η πράσινη ανάπτυξη. Εξέτασε επίσης το πώς προχώρησε η στη γείτονα χώρα ο συνασπισμός των κεντροαριστερών δυνάμεων απέναντι στη Μελόνι και στους συμμάχους της.

Μετά το τέλος αμφότερων ο Τσίπρας είχε κάνει εκτενείς αναφορές στις «προκλήσεις του προοδευτικού χώρου στην Ευρώπη», σε πολυδιάσπαση και στην «ανάγκη να ενωθούν οι προοδευτικές δυνάμεις». Διότι, την ίδια ώρα, «ο πολυκερματισμός ανοίγει το δρόμο για την εδραίωση των συντηρητικών δυνάμεων στη διακυβέρνηση, αλλά και για την εδραίωση της ηγεμονίας των ιδεών της Ακροδεξιάς στις ευρωπαϊκές κοινωνίες».

Πρόκειται για ατζέντα που προωθούσε και εξακολουθεί να προωθεί χρόνια τώρα ο Γιώργος Παπανδρέου μέσα από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, προσκαλώντας τις προοδευτικές δυνάμεις σε μια κοινή δράση. Ανέκαθεν είχε κατά νου ένα τέτοιο σχέδιο προς εκπλήρωση, γιατί ήταν το μόνο που πίστευε πως έχει προοπτική εξέλιξης, και το εξέφραζε ποικιλοτρόπως όποτε θεωρούσε αναγκαίο.

Οι ίδιες μεταξύ τους κουβέντες, στον πυρήνα τους τουλάχιστον, επαναλήφθηκαν κι αργότερα, με τον Γ. Παπανδρέου και τον Αλ. Τσίπρα να διευρύνουν τον κύκλο επαφών τους, συζητώντας για το εγγύς μέλλον, πάντα προσαρμοσμένοι αμφότεροι στις σύγχρονες επιταγές του χώρου και του χρόνου.

Χωρίς βέβαια να γίνεται αναφορά στην αναγκαιότητα δημιουργίας νέου πολιτικού φορέα ή σε κάποια προσωπική αρχηγική εμπλοκή. Ουδείς αμελεί πως το ΚΙΔΗΣΟ έχει ακόμη υπόσταση, ενόσω ο πρώην αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έχει επικεντρωθεί στην ίδρυση Ινστιτούτου παραγωγής ιδεών και πολιτικής που αποτελεί την προτεραιότητά του και τον αντανακλά στο όλον του.

Ο Δούκας ως «πολιορκητικός κλοιός»

Λίγο νωρίτερα ήταν, εξάλλου, που οι δύο πολιτικοί άνδρες πανηγύριζαν -ο καθένας για διαφορετικό λόγο και με διαφορετικό τρόπο- για το γεγονός πως ο Χάρης Δούκας «εκθρόνιζε» από τη δημαρχία της Αθήνας τον Κώστα Μπακογιάννη καταφέρνοντας ένα γερό πλήγμα στα σπλάχνα της Νέας Δημοκρατίας. Ο νυν δήμαρχος της Αθήνας ανέτρεψε όλα τα προγνωστικά και με τη συνδρομή του Κώστα Ζαχαριάδη στον β’ γύρο μετατράπηκε αυτομάτως ένα υπόδειγμα του τι είναι δυνατόν να συμβεί, εφόσον προκύψει συμπόρευση και σύμπλευση σε διάφορα ζητήματα.

Ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές ήταν στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα και σήμερα εκ των θεμελιωτών της άποψης πως είναι ενδεδειγμένη η ένταξη στους Ευρωπαίου Σοσιαλιστές, αφού μόνο τότε θα εκφραστεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.

Η περίπτωση του Χάρη Δούκα είναι μάλιστα αυτή που εκθειάζεται διαρκώς και χρησιμοποιείται παραδειγματικά. Αντίστοιχα συνέβη στην εκδήλωση της Εφ.Συν. την περασμένη Τρίτη.

Θα έλεγε κανείς πως ούτε η επιλογή των προσώπων που συνέθεσαν το πάνελ των ομιλητών δεν έγινε από τύχη. Μελετήθηκε εκ των προτέρων ποιοι θα ήταν πιο εφικτό να απαντήσουν στο «ποιος θα νικήσει τον Μητσοτάκη», το οποίο και κατέληξε στο «πώς θα νικηθεί ο Μητσοτάκης».

Τα πρόσωπα του «ποιος θα νικήσει τον Μητσοτάκη»

Όχι ότι οι Γιώργος Παπανδρέου και Αλέξης Τσίπρας χρειάζονται διαμεσολαβητές ή ανθρώπους να μιλούν εκ μέρους τους. Φροντίζουν αμφότεροι να εκφράζονται όπως και όταν νομίζουν. Έλεγαν μάλιστα από το περιβάλλον του πρώην αρχηγού του ΠαΣοΚ πως «ουδόλως τον απασχόλησε τι ειπώθηκε» στο θέατρο Άλφα, καθώς ό,τι έχει να το πει ο ίδιος για το μέλλον της Κεντροαριστεράς το λέει. Ανάλογη και η λογική στο στρατόπεδο του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.

Πέραν τούτων όμως, ο (φιλόδοξος πλην πραγματιστής) Μανώλης Χριστοδουλάκης έχει συνδεθεί με το περιβάλλον του Γ. Παπανδρέου, κι ας ξεκαθάρισε τη θέση του ως προς τον Ν. Ανδρουλάκη, ενόσω ο Διονύσης Τεμπονέρας απευθύνεται αρκετά συχνά στον Αλ. Τσίπρα προκειμένου να τον συμβουλευτεί επί των όσων τριβελίζουν το μυαλό του και τον απασχολούν. Πολύ φρέσκο ήταν το τελευταίο ραντεβού τους πριν από τη συνάθροιση στο θέατρο Άλφα, η διαρροή του οποίου σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από διάφορα κέντρα.

Επίσης η Έφη Αχτσιόγλου θεωρείται ένα πρόσωπο που, όπως και ο πρόεδρος της ΚΟ της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης, θα μπορούσε να ταχθεί σ’ έναν κοινό αγώνα. Το ‘πε με σαφάνεια και η ίδια πως «έχει κλείσει η εποχή που η Αριστερά ήταν στα χαρακώματα». Αυτή η πολιτική στάση, που πηγάζει πλέον μόνο από το εξωκοινοβουλευτικό κομμάτι, δεν την εκφράζει πλέον διότι «είναι μια δοκιμασμένη, όχι πετυχημένη στρατηγική».

Ο αντίκτυπος σε ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ

Ο τελικός προορισμός όλης αυτής της κινητικότητας θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Τις θέσεις, τα ποσοστά, τις δυνάμεις που θα διατηρήσουν ή θα απωλέσουν τα κόμματα μετά την κάλπη της 9ης Ιουνίου. Θα έχει μεσολαβήσει, επίσης, το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.

Αναπόφευκτο είναι οι ηγεσίες των δύο βασικών πόλων που αυτή τη στιγμή εκφράζουν κατά κύριο λόγο την Κεντροαριστερά στην Ελλάδα, του ΣΥΡΙΖΑ (ως αξιωματική αντιπολίτευση) και του ΠαΣοΚ (ως δεύτερη δύναμη στις δημοσκοπήσεις), να τηρούν αποστάσεις και να μην εμπλέκονται σε σενάρια της επόμενης ημέρας. Είναι μια στρατηγική επιλογή που θα την υπηρετήσουν ως το τέλος χαράσσοντας δική τους διαδρομή.

Ανδρουλάκης και Κασσελάκης δεν μιλιούνται

Ναι μεν ο Στέφανος Κασσελάκης, με την αιφνιδιαστική εμφάνισή του στη συζήτηση για την Κεντροαριστερά, θέλησε να καταδείξει ότι δεν αντέχει να βρίσκεται στο περιθώριο και να έρχεται δεύτερος «τρέχοντας» πίσω από τις εξελίξεις, αλλά την ίδια ώρα ο ίδιος δεν μπορεί να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Νίκο Ανδρουλάκη.

Οι σχέσεις των δύο έχουν περιοριστεί στο ραντεβού που κανόνισαν μετά τις εσωκομματικές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ κι έκτοτε, όπου βρεθούν, αποφεύγουν τεχνηέντως ο ένας τον άλλον. Αντί να πλησιάζουν μάλιστα περισσότερο απομακρύνονται, με τις λεκτικές επιθέσεις και τους χαρακτηρισμούς εκατέρωθεν να μεγαλώνουν το χάσμα.

Καθένας τους διεκδικεί τον ηγεμονικό ρόλο στην Κεντροαριστερά και είναι βέβαιο πως αυτές τις 110 μέρες που μεσολαβούν ως την επόμενη, και τελευταία, εκλογική διαδικασία του 2023-24 θα λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο ανταγωνιστικά. Ψάχνουν, άλλωστε, στη δεξαμενή του εκλογικού σώματος το υψηλότερο δυνατό αποτέλεσμα έτσι ώστε στην επόμενη ημέρα που, όπως όλα δείχνουν, θα έρθει αναπόφευκτα να μιλούν από διαφορετική βάση, σχεδόν αφ’ υψηλού.

Εν αντιθέσει δηλαδή με ό,τι συμβαίνει μεταξύ Γιώργου Παπανδρέου και Αλέξη Τσίπρα που, πιο συνειδητοποιημένοι για τι χρειάζεται η πολιτική σκηνή, έχουν βρει μια φόρμουλα συνεννόησης και συνδιαλέγονται από το ίδιο σημείο.

Πηγή: https://www.tovima.gr/