Πολλά μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν, αυτές οι ταβέρνες όμως είναι πάντα εκεί, αλώβητες από τον χρόνο, μια σταθερά σε μια πόλη που συνεχώς αλλάζει. Με νοστιμιές, ατμόσφαιρα και -μπόλικες- ιστορίες.
Σχεδόν όλες τους έχουν κλείσει τον αιώνα. Κι όσες δεν τον έχουν κλείσει, κοντεύουν. Με τη σκυτάλη να έχει περάσει από γενιά σε γενιά, σε παιδιά, σε εγγόνια και παραγιούς, με τηγάνια, κατσαρόλες και σχάρες να δουλεύουν ακούραστα, με τα κρασοβάρελα και τα παλιά πλακάκια τους, τις ρεκλάμες και τα ενθύμια του άλλοτε, οι αειθαλείς αυτές ταβέρνες είναι ωραίο απάγκιο. Κάθε φορά που θα περάσεις την πόρτα τους ξαναβρίσκεις τις σπεσιαλιτέ τους και παίρνεις μια γερή τζούρα ιστορίας της πόλης και των ανθρώπων της.
Λελούδας: Το προπολεμικό οινομαγειρείο
Αν είχαν μιλιά τα ντουβάρια του θα έλεγαν ιστορίες για πόλεμο, εμφύλιο, χούντα και μεταπολίτευση, απανωτές οικονομικές κρίσεις και μεγάλες απώλειες. Ο ανθεκτικός Λελούδας που κρατάει από το 1928, είναι του Βοτανικού ο μάγκας. Το άνοιξε ως μπακαλοταβένα ένας εργάτης καμινιαραίος από την Κύθνο, ο Δημήτριος Λελούδας, εσωτερικός μετανάστης όπως και δεκάδες άλλοι στον Βοτανικό που ήταν συνοικία προσφύγων και μεταναστών, με χαμόσπιτα και βουστάσια. Η πελατεία του μαγαζιού ήταν οι περίοικοι, κι όταν χτίστηκε η ΕΒΓΑ, τα καμίνια της περιοχής και τα ταμπάκικα, έτρωγαν εκεί και οι εργάτες. Αξημέρωτα περνούσαν και οι χορταρούδες, τους ζέσταιναν τα χθεσινά ψωμιά και τους έβαζαν μια κούπα κρασί. Τότε ο Λελούδας ήταν κλασική μπακαλοταβέρνα. Αργότερα έβαλαν και δυο τρία φαγιά: μπακαλιάρο τηγανητό, κάνα όσπριο ή πατάτες γιαχνί. Για τη ρετσίνα του μπάρμπα Δημήτρη έστελνε ο Καζαντζίδης και του γέμιζαν νταμιτζάνες, την περίοδο που έμενε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Όταν πήρε σύνταξη ο παππούς, ο γιός του ο Βασίλης το έκανε κρασοπουλειό και μαγειρείο. Τον Λελούδα τον σημάδεψαν οι άνθρωποί του, οι θαμώνες, τα φαγιά, οι σφαίρες που τρύπησαν την πόρτα του στην Κατοχή. Ένα αειθαλές κονάκι, εκ των παλαιότερων φαγάδικων της Αθήνας. Εδώ ερχόμαστε για την ατμόσφαιρα και το νόστιμο φαΐ, όπως κεφτεδάκια με φρεσκαλεσμένο κιμά, ζυγούρι κοκκινιστό, φιλέτο μπακαλιάρο σκορδαλιά, ρεβύθια κοκκινιστά με ρέγκα στον φούρνο, τηγανητές πατάτες Τρίπολης με κιμά και ξερή μυτζήθρα Καλαβρύτων. Ν.Μ.
Σαλαμινίας 8-10, Βοτανικός, Τ/210-34.64.167. Καθημερινά 12.00-18.00. Κόστος: 10-15 €/άτομο χωρίς τα ποτά
Δίπορτο: Το ground zero της αθηναϊκής εστίασης
Ένα καπηλειό δίπορτο, με δυό απότομες γλιστερές σκάλες, μαρμάρινο πάγκο, και κάτι μάννες (παλιά βαρέλια) ξέχειλες με ρετσίνα. Οι πρώτες γραπτές αναφορές για αυτό το μαγαζί χρονολογούνται στα 1911, όταν στεγάστηκε στο κατώγι ενός παλιού κτιρίου του 1880, σε ένα νευραλγικό σημείο της πόλης, πίσω από το πάλαι ποτέ «Μπαγιατοπάζαρο». Ο χώρος του, μια νοικοκυρεμένη εντροπία. Στα ζουμιά μες στις μαρμίτες βράζουν υλικά καλά, και τα φαγιά περιέχουν ουσία και ουχί μαγειρικές δάφνες. «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές, απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα, όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές» έγραφε το ‘22 ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημα «Οι Μοιραίοι», που σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, το εμπνεύστηκε καθισμένος σε ένα από τα τραπεζάκια του Δίπορτου. Ο κυρ Μήτσος, κατά κόσμον Δημήτρης Κολιολιός, ο παραγιός του πρώην ιδιοκτήτη, κρατάει το Δίπορτο ιδιοκτησία του χρόνια τώρα. Πουλάει χόρτα και φάβα ζεστά, μια ρεβυθάδα, μια φασολάδα, μια μοσχαρόσουπα, ένα γιουβέτσι, μια πατάτες γιαχνί, ένα ψαράκι ψητό, ένα πιάτο κοπτόν με σουπιές ή χταπόδι, και ψωμί. Μπήκες, έφαγες, πλήρωσες, έφυγες. Ν.Μ.
Σωκράτους 9 και Θεάτρου, Ομόνοια, Τ/210-32.11.463. Καθημερινά 08.00-19.00, εκτός Κυριακής. Κόστος: 8-12 €/άτομο χωρίς τα ποτά
Αθηναϊκόν: Στο ιστορικό ουζερί του 1932
Τρεις Σμυρνιοί άνοιξαν το 1932 το Αθηναϊκόν. Η θέση του πρώτου μαγαζιού, στην οδό Σανταρόζα, κοντά στα δικαστήρια, έπαιξε τον ρόλο της και το ουζερί έγινε στέκι πολλών δικηγόρων, διανοούμενων και καλλιτεχνών που το ακολούθησαν και στο επόμενό του πόστο, όταν το ‘81 μετακόμισε στη βάση της Θεμιστοκλέους – από τους «Λευτεριστές» (τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και την παρέα του δηλαδή) μέχρι τον Τσαρούχη και τον Ρίτσο. Η ατμοσφαιρική, ψηλοτάβανη αίθουσα με το πάτωμα-σκακιέρα και το ξύλινο πατάρι εξακολουθεί να είναι προορισμός για όσους λαχταράνε μια περιποιημένη ψαρόσουπα ή εκείνες τις ρετρό καραβιδογαριδοκροκέτες-σήμα κατατεθέν του μαγαζιού. Το προπονημένο και ευγενικό σέρβις και αυτό σαν να είναι βγαλμένο από άλλη εποχή. Γ.Π.
Θεμιστοκλέους 2, Ομόνοια, Τ/ 210-38.38.485, Καθημερινά εκτός Κυριακής 11.30-00.30. Κόστος: 15-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.
Βάρδης: Εδώ παλιά σύχναζαν κυνηγοί
Η ταβέρνα του Βαρδή είναι από τις λίγες που εδώ και εκατό και πλέον χρόνια ανήκει στην ίδια οικογένεια. Ήταν το 1919 όταν ο παππούς Βαρδής (Βασίλης) Μπουρδάκης ήρθε από το Ροδοβάνι Χανίων στον Υμηττό, με τη γυναίκα του Ευτυχία κι ένα ζωγραφιστό μπαούλο με τα προικιά της, νοίκιασαν ένα δωματιάκι κι εκείνος πιάνει δουλειά τραβαγιέρης στα τραμ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1922, ανοίγουν ένα ταβερνάκι-κρασοπουλειό σε γειτονικό δωματιάκι, βάζουν ένα βαρελάκι ρέγκα καπνιστή, ένα με φέτα, και μούστο Σαββατιανό από τα Σπάτα, που το κάνουν ρετσίνα στο υπόγειο. Η ταβέρνα έβαζε το κρασί, ο πελάτης τον μεζέ. Σταδιακά η κυρία Ευτυχία αρχίζει να μαγειρεύει γίδα βραστή, συκωταριά αρνίσια στο τηγάνι, πατσά κοκκινιστή και φάβα στρωτή κι ολόισια στο πιάτο, σαν μουσταλευριά. Ο Βαρδής πέθανε νεότατος και την ταβέρνα αναλαμβάνει η γυναίκα του Βαρδήνα και αργότερα ο γιος του, Αντώνης, με τη γυναίκα του Μαρία. Γυρίζουν καθημερινά τις λαϊκές αγορές για κηπευτικά, προμηθεύονται τυριά, γιαούρτι και κρέας από το γαλακτοπωλείο-κρεοπωλείο του Ραβάνη στην Ηλιούπολη και εμπλούτισαν το μενού με πιάτα όπως στιφάδο με αγριογούρουνο, χοιρινό με πράσα, σουτζουκάκια, κρητικό αρνάκι τσιγαριαστό σιγοψημένο για τέσσερις ώρες, μοσχαρίσιο καπάκι γιουβέτσι, όσπρια με σέσκουλα, λαχανοντολμάδες που τυλίγει ακόμα η 82χρονη Βαρδήνα, κοκκινιστό με μακαρόνια, χανιώτικο μπουρέκι, καλιτσουνάκια με χόρτα, σοφεγάδα. Β.Κ.
Καισαρείας 9, Υμηττός, Τ/210-76.29.972.
Κατσόγιαννος: Η πιο παλιά ταβέρνα της Δραπετσώνας και ίσως όλου του Πειραιά
Η ταβέρνα άνοιξε το 1932 αρχικά ως γαλακτοπωλείο. Ιδιοκτήτης ήταν ο Γρηγόρης Κατσόγιαννος. Έδινε γάλα, έφτιαχνε βούτυρο και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και μουσταλευριά. Το γαλακτοπωλείο εξελίχθηκε σε μπακαλοταβέρνα και τελικά έγινε κανονική ταβέρνα. Εκείνη την εποχή λειτουργούσε το εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας και στα διαλείμματά τους οι εργαζόμενοι πήγαιναν στον Κατσόγιαννο για μεσημεριανό. Αργότερα πέρασε στα μερακλίδικα χέρια του γιου του, Γιώργου, και της συζύγου του, Ελευθερίας. Το 2005 το μαγαζί πήρε η Ντόρα Σταυρίδου, που κράτησε τις συνταγές των προηγούμενων ιδιοκτητών και πρόσθεσε και άλλες πολίτικες λόγω της καταγωγής της μητέρας της. «Είναι όλα χειροποίητα, δεν παίρνουμε τίποτα έτοιμο», μας ενημερώνει η Ντόρα. Η ταβέρνα φημιζόταν πάντα για τον τηγανητό μπακαλιάρο και τα παϊδάκια, τις σούπες και τα λαδερά με λαχανικά εποχής. Τα κεφτεδάκια με ούζο που προστέθηκαν, είναι όνειρο. Τραγανά και νόστιμα, συνοδεύονται δε από ολόφρεσκες τηγανητές πατάτες, που τις κόβει στο χέρι η Ντόρα. Η συκωταριά αλλά και το μοσχαρίσιο συκώτι λιώνουν στο στόμα και τα αρνίσια παϊδάκια που είναι ομοιόμορφα ψημένα και ταιριάζουν ιδανικά με τη χειροποίητη μελιτζανοσαλάτα γίνονται ανάρπαστα. Οι κεφτέδες σε κόκκινη σάλτσα και το σαγανάκι μετσοβόνε είναι καταπληκτικοί μεζέδες, επίσης. M.Π.
Αγίου Παντελεήμονος 15, Δραπετσώνα, Τ/ 210-46.13.209. Τρίτη-Πέμπτη 13.00-22.30, Παρασκευή-Σάββατο 13.00-23.00, Κυριακή 13.00-17.00, Δευτέρα κλειστά. Κόστος: 15-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.
Ειδικόν: Εδώ η Ελλάδα αυτοπροσώπως
Η μπακαλοταβέρνα Ειδικόν άνοιξε το 1920, πίσω από τα παλιά καπνεργοστάσια, από τον Αριστείδη Παπακωνσταντίνου του Απόστολου, παππού του σημερινού ιδιοκτήτη, που ήρθε 17 χρονών στην Αθήνα από το ορεινό Γαρδίκι Τρικάλων. Την περίοδο του πολέμου τούτο το κτίριο θεωρούνταν ουρανοξύστης. Γύρω γύρω είχε μόνο παράγκες. Στο υπόγειο κρύβονταν οι γείτονες στην Κατοχή και επάνω μαγείρευε η κυρά Μαρία μην τύχει και πεινάσουν. Ο Αριστείδης και η γυναίκα του η Μαρία πρόκοψαν, και λίγο αργότερα αγόρασαν το οικόπεδο του Ειδικόν. Στριμωχτά με τους πελάτες, κελαηδούσαν κάποτε οι μπουζουκομπαγλαμάδες του Παπαϊωάννου και του Τσιτσάνη. Σήμερα, το μαγαζί απείραχτο, το ίδιο και οι μεζέδες, μόνο που πρώτα τους έφτιαχνε η γιαγιά Μαρία, και τώρα πια η μητέρα του ιδιοκτήτη, του κ. Άρη, η Παρασκευούλα. Αγαπώ τους κεφτέδες τους, το τηγανητό συκώτι, τη φάβα, την καλτ ομελέτα με κορνμπίφ, την «τούρτα» τους, ήτοι πατάτες τηγανιτές σκεπασμένες με αυγά μάτια. Μαζί με το κρασάκι βγάζουν σουτζούκι, φέτα Κεφαλονιάς, γραβιέρα Αμφιλοχίας, κασέρι Καλαμπάκας, ελιές Αμφίσσης και λάδι καλαματιανό και μανιάτικο. Από τον παππού του έχει μάθει ο κ. Άρης να φτιάχνει και τη δική του ρετσίνα, με Σαββατιανό Μεσογείων που βράζει στα βαρέλια στο υπόγειο, στο πάλαι ποτέ καταφύγιο. Ν.Μ.
Ψαρών 38, Ταμπούρια, Πειραιάς, Τ/210-46.12.674. Καθημερινά 11.00-23.30, Κυριακή κλειστά. Κόστος: 10–15 €/άτομο χωρίς τα ποτά
Παλιά ταβέρνα του Ψαρρά: Κάτω από την Ακρόπολη και πάνω από τον Ηριδανό, από το 1898
Διακοσμημένη με έργα του Πλακιώτη ζωγράφου Γιώργου Σαββάκη, η παμπάλαιη ταβέρνα του 1898 ιδρύθηκε από έναν Ελληνοαμερικάνο, στη γωνιά που σχηματίζουν οι οδοί Ερεχθέως και Ερωτοκρίτου. Κουκλίστικη και εντελώς γραφική, είναι χτισμένη επάνω από ένα παρακλάδι του Ηριδανού ποταμού. Από τα τραπεζάκια της έχουν περάσει από κοινούς θνητούς από όλη την οικουμένη, μέχρι σπουδαίες προσωπικότητες όπως οι Λόρενς Ολίβιε, Βίβιαν Λι, Γκραχάμ Γκριν και Μαργκό Φοντέιν. Τα τελευταία χρόνια την ταβέρνα διαχειρίζεται ο όμιλος Σταθοκωστόπουλου, που της έδωσε καινούρια πνοή με σεβασμό στην ιστορία της. Ένα καλό πλακιώτικο στέκι που σερβίρει λαχανοντολμάδες νοστιμότατους, παστίτσιο, χοιρινό φρικασέ, μελωμένο αρνάκι στον φούρνο με πατάτες, και για γλυκό μπακλαβά με καρύδι και ζουμερό ραβανί. Διαθέτει επίσης μια θαυμάσια λίστα με καλοδιαλεγμένα ελληνικά κρασιά που σερβίρει σε κολονάτα ποτήρια, και καλό σέρβις. Ν.Μ.
Ερωτοκρίτου 12, Πλάκα, Τ/210-32.18.734. Καθημερινά 11.30-00.30. Κόστος: 25 €/άτομο χωρίς τα ποτά
Κατσαρίνα: Ταβέρνα πολλών γενεών
Γιατί το όνομα; Ήταν το παρατσούκλι της προγιαγιάς Ειρήνης, που ήταν κατσαρομάλλα. Έτσι πήρε το όνομά της αυτή η πολύ παλιά ταβέρνα που κρατάει από το 1893. Οινομαγειρείο τα πρώτα χρόνια, έβγαζε κάνα δυο μεζέδες κι αυτό ήταν όλο. Με μια ρέγκα, πέντε ελιές, λίγη φέτα και κάνα φασόλι, όσοι έπιαναν τα τραπέζια του έπιναν πολλά κιλά κρασί. Η ταβέρνα πέρασε για λίγο στην κόρη της την Ευαγγελία και μετά στη δική της κόρη, τη Σοφία. «Ήταν εδώ μέσα 70 χρόνια, όλη της τη ζωή», λέει για τη μητέρα του ο Μανώλης Διονυσιώτης, που ανέλαβε τα ηνία από το 2011. Στην κουζίνα πλέον μαγειρεύει η σύζυγός του Αγγελική ενώ κι ο γιος του ο Γιώργος, παράλληλα με τις σπουδές του βοηθάει όποτε μπορεί. Είτε στη μέσα σάλα, την παλιά, είτε στην μπροστινή με την τζαμαρία, που προστέθηκε το ’71, μεγαλώνοντας λίγο τον χώρο, τρως φάβα, σπανακόπιτα με μπόλικο χοντρό φύλλο και τυρόπιτα του τηγανιού, μαστόρικο κοκορέτσι καλοπλεγμένο, με σούπερ τραγανό εντεράκι, παϊδάκια και σπαλομπριζόλες, αλλά και κάποια μαγειρευτά, όπως οι κρεατένιοι λαχανοντολμάδες με το ξινούτσικο αυγολέμονο και το ζουμάτο χοιρινό πρασοσέλινο. Α.Σ.
Λεωφόρος Κηφισίας και Παναγή Τσαλδάρη, Κηφισιά, Τ/210- 62.54.072. Πέμπτη – Παρασκευή 17.00 – 00.00, Σάββατο 14.00 – 00.00, Κυριακή 12.00-00.00 (μπορεί να κλείσει και νωρίτερα, αναλόγως κόσμου). Κόστος 20-25 € χωρίς τα ποτά.
Κληματαριά: Μείζονος σημασίας ταβέρνα που σύντομα θα τα εκατοστήσει
Το 1880 που άρχισε να δημιουργείται και να θεμελιώνεται η μικροαστική τάξη της Αθήνας, ένα από τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια της πόλης ανεγέρθη στην πλατεία Θεάτρου. Εκεί μέχρι και σήμερα βρίσκεται η ταβέρνα Κληματαριά, που εώς το 1927 λειτούργησε ως καφενείο της εκκλησίας για τα μνημόσυνα. Ο πρώτος που τη μετέτρεψε σε ταβέρνα και έγινε και νονός της, ήταν ο Γεροδήμος, ο οποίος τη βάφτισε Κληματαριά. Κάτω από τις μάννες (τα δρύινα κρασοβάρελα), στο αυτοσχέδιο παλκοσένικο έχουν τραγουδήσει στα μετακατοχικά χρόνια ο Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Μείζονος σημασίας και ιστορικό πλέον κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας αυτής της πόλης, είναι πολύ δημοφιλής και στους τουρίστες. Τον νου της στα φαγητά έχει η ιδιοκτήτρια Μαρία Σώτου. Με τα σαλιγκάρια στιφάδο γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Το ίδιο και με το χουνκιάρ μπεγεντί, τους ξεροψημένους γίγαντες πλακί και τους λαχανοντολμάδες που είναι χορταστικοί και πλούσιοι. Κάνουν νόστιμα λαδερά, όπως σελινόριζα, αγκινάρες και μανιτάρια στιφάδο, αλλά και πίτες. Σε αυτοσχέδιες γάστρες με πυρόχωμα ψήνουν τις σπεσιαλιτέ τους: αρνάκι και χοιρινό κότσι αργομαγειρεμένα μαζί με πατάτες που γίνονται λουκούμι. Στα τσουχτερά κρύα η γίδα βραστή θεριεύει τα μέσα μας. Ζυμώνουν ψωμί, μαγειρεύουν με εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Μεσσηνίας, δεν έχουν εμφιαλωμένα κρασιά, όμως εξασφαλίζουν καλής ποιότητας χύμα από την οινοποιία Κορωναίου. Ν.Μ.
Πλατεία Θεάτρου 2, Αθήνα, Τ/210-32.16.629. Καθημερινά 12.00-02.00. Κόστος: 10-15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.
Καραβίτης: Στο Παγκράτι από το 1926
Εκατό χρόνια (παρά τρία) στέκεται στην ίδια θέση στο Παγκράτι και σταθερά γεμίζει κόσμο απ’ όλη την Αθήνα. Όπως συνηθιζόταν παλιότερα στην πόλη, ο Καραβίτης ξεκίνησε το 1926 σαν «καρβουνιάρικο» και παράλληλα πουλούσε χύμα κρασί. Η πελατεία κοντοστεκόταν μέχρι να ετοιμαστούν οι παραγγελίες, έπινε και κανένα ποτηράκι οπότε έτσι άρχισε να προσφέρει και κανένα πάναπλο μεζεδάκι για συνοδεία. Σταδιακά πήρε τη μορφή οινομαγειρείου και τελικά έγινε η ονομαστή ψησταριά που ξέρουμε μέχρι σήμερα, επιβιώνοντας μέσα στα χρόνια πολέμους και κρίσεις με τη σέσουλα. Σήμερα εξακολουθούμε να πηγαίνουμε για τα παϊδάκια-εγγύηση και τις τρυφερές μπριζόλες, τις πατάτες που κόβουν ακόμα στο χέρι, τα τραγανά και αρωματικά κεφτεδάκια και τη ζεστασιά εκείνου του χαμηλοτάβανου δωματίου που έχει ζήσει ένα σωρό ζωές. Γ.Π.
Παυσανίου 4, Παγκράτι, Τ/210-72.15.155. 15-20 €/άτομο, Καθημερινές: 19.00-00.00, Σάββατο & Κυριακή: 13.00-00.00. Κόστος: 15-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.
https://www.gastronomos.gr/