Ένας καραγκιόζης

698

του Χρήστου Χωμενίδη

“Συγγνώμη, φίλε μου, αλλά μόλις μού χάλασε το ταξίμετρο… Και πού να τρέχω, Σαββάτο βράδυ, να το επισκευάζω; Και δεν με παίρνει να κλειδώσω το αμάξι, να χάσω το μεροκάματο… Λοιπόν… Κυψέλη πας… θα μού δώσεις οκτώ ευρώ – εντάξει δεν είναι;”

Ποιος θα φαινόταν τόσο σχολαστικός ώστε να αρνηθεί να διευκολύνει τον βιοπαλαιστή; Εγώ. Διότι έξι μήνες πριν, παραμονές της καραντίνας, είχε τύχει να τον ξαναπάρω. Και μού είχε πει ακριβώς τα ίδια.

Βαρέθηκα να αναζητώ νυχτιάτικα άλλο ταξί. Τού θύμισα απλώς το παρελθόν μας. Έκανε ότι δεν άκουσε ή ότι δεν κατάλαβε, μού απάντησε κάτι εντελώς άσχετο. Γκάζωσε.

Φτάνοντας έξω από το σπίτι μου, τού έδωσα ένα δεκάευρω. “΄Ωχου φίλε μου, με καταστρέφεις!” ολόλυσε. “Δεν έχω ψιλά. Ξέρεις κανένα μαγαζί ανοιχτό εδώ γύρω, να χαλάσουμε;” Σιχάθηκα την πλεονεξία του, στο παραένα ήμουν να παρεκτραπώ. Καβγαδίζοντας όμως με κάποιον, τού δίνεις υπόσταση. Τού άφησα το χαρτονόμισμα και βγήκα. Ούτε καν βρόντηξα την πόρτα του αυτοκινήτου του.

Καθώς τον κοίταζα να απομακρύνεται, τον φανταζόμουν να χαμογελά γλοιωδώς, να τρίβει νοερά τα ιδρωμένα χέρια του, να ετοιμάζεται να ξεφουρνίσει το ίδιο παραμύθι στον επόμενο πελάτη. Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακκούλι…

Δεν τα γράφω αυτά για να καταγγείλω όσους ταξιτζήδες δυσφημούν τον κλάδο τους. Δεν αισθάνθηκα άλλωστε ακριβώς εξαπατημένος. Θα μπορούσα από την αρχή να έχω κατέβει, τη νωχέλειά μου εκμεταλλεύτηκε ο τύπος -ύστερα από ένα ωραίο δείπνο με φίλους- όχι την ευπιστία μου. Θλιμμένος ένοιωσα για την ανθρώπινη φύση.

Όσο αναγνωρίζω την αξία του Θεάτρου Σκιών ως παραδοσιακής μορφής τέχνης, τόσο απεχθάνομαι τον χαρακτήρα του Καραγκιόζη. Ενσαρκώνει, κατά τη γνώμη μου, ο “λαϊκός” αυτός “ήρωας” ό,τι βδελυρότερο. Είναι κουτοπόνηρος, θρασύδειλος, ανίκανος να δει πέρα απ’ τη μύτη του και πέρα απ’ τη στιγμή, ανθεκτικός στις ταπεινώσεις αρκεί να ανταλλάσσονται με ένα πιάτο φαΐ. Το περίφημο έργο “Ο Μεγαλέξαντρος και το Καταραμένο Φίδι” αποτελεί το πιό αίχμηρο ίσως σχόλιο για τη σχέση του αρχαιοελληνικού κλέους με την πραγματικότητα της Ψωροκώσταινας. Ο Μεγαλέξαντρος σκοτώνει το φίδι και αποκαμωμένος πέφτει για ύπνο. Τότε ο Καραγκιόζης το σέρνει μέχρι το σαράι για να αντιποιηθεί το ανδραγάθημα και να εισπράξει από τον Πασά την αμοιβή.

Ο Καραγκιόζης στάθηκε παιδαγωγός των ελληνοπαίδων επί γενεές γενεών. Ο ταξιτζής που πήρα χθες το βράδυ είχε εξάπαντος θητεύσει στα θρανία του. Δύο διδάγματα απεκόμισε που τον ακολουθούν σε όλη τη ζωή του.

Πρώτον, τη διαρκή καχυποψία. Εφόσον ο ίδιος ψεύδεται αναίσχυντα, για φραγκοδίφραγκα, γιατί όχι και όλοι οι υπόλοιποι; Γιατί να μην κοροϊδεύουν καθ’ έξιν, δίχως ίχνος δισταγμού, οι ισχυρότεροι τους πιο αδύναμους; Κρίνοντας εξ’ ιδίων, μπορεί εύκολα να πιστέψει πως οι επιστήμονες παραμυθιάζουν τον λαό σχετικά με τον κορονοϊό προκειμένου να του πουλήσουν εμβόλια. Πως οι πολιτικοί είναι -μέχρι τον τελευταίο τους- εξωνημένοι. Καθώς και οι δικαστές, οι δικηγόροι, οι διαιτητές ιδίως ποδοσφαιρικών αγώνων. Ότι τα ΜΜΕ -τα “βοθροκάναλα”- άλλο δεν κάνουν παρά να χειραγωγούν, να αποχαυνώνουν, το κοινό τους… Όποτε αποκαλύπτεται κανένα σκάνδαλο, κανένα καραμπινάτο φαινόμενο διαφθοράς, ο μαθητής του Καραγκιόζη επιχαίρει. Επαληθεύεται η κοσμοθεωρία του. “Κατς = σικέ = όλα απάτη” ήταν το σύνθημα που κοσμούσε -ή λέρωνε αν προτιμάτε- δεκάδες τοίχους στο κέντρο της Αθήνας κατά τη δεκαετία του 1980.

Το δεύτερο δίδαγμα (που αποτελεί μάλλον ηθική στάση) έρχεται εκ πρώτης όψεως σε αντίθεση με το πρώτο. Ο εθισμένος στις μικρές μπαγαποντιές ανέχεται τον μεγάλο μπαγαπόντη. Το βρίσκει -κι ας μην το παραδέχεται- θεμιτό να επωφελείται ο καθείς όσο μπορεί από την καπατσοσύνη του ή την καλή του τύχη. “Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση του…” σκέφτεται.

Υπό έναν όρον. Ότι δεν θα πιαστεί ο μεγάλος στο δόκανο. Με το πού συνελήφθη ο Άκης Τσοχατζόπουλος, τα πλήθη που τον θεωρούσαν μάγκα και ωραίο, ανέβηκαν στα κάγκελα ζητώντας την κεφαλή του επί πίνακι. “Να ψοφήσει στη φυλακή κι αυτός και η γυναίκα του!” απαιτούσαν. Κι όταν τον είδαν σε κακό χάλι, ερείπιο, αισθάνθηκαν βαθιά δικαίωση, σάμπως τα εκατομμύρια που είχε ο Άκης υπεξαιρέσει να είχαν επιστρέψει στις δικές τους τσέπες.

Ανθρώπινα όλα τα παραπάνω; Βαθιά αν μη τι άλλο ριζωμένα στην ανθρώπινη φύση. Αρκεί να διαβάσει κανείς για τους συκοφάντες που κάθε άλλο παρά σπάνιζαν και κατά τον “χρυσό” ακόμα αιώνα των Αθηνών. Για το βάρβαρο μέτρο του εξωστρακισμού διά του οποίου εξοριζόταν από την πόλη όποιος ξεχώριζε υπέρ το δέον. Από μιαν άποψη η Ιστορία είναι μια διαρκής παλινδρόμηση από το “ωσανά!” στο “άρον άρον, σταύρωσον Αυτόν!”.

Από την άλλη, συν τω χρόνω, μέσα από κοινωνικούς κραδασμούς -κρίσεις, χρεοκοπίες, εθνικές περιπέτειες- σαν σταδιακά ο Καραγκιόζης να εκπίπτει στη συλλογική μας συνείδηση. Σαν να μειώνονται οι ανοχές μας στην (αλληλο-)κοροϊδία. Ο κομπογιαννίτης που εμφανίστηκε πρόσφατα σε μεγάλο κανάλι για να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα της μάσκας μάλλον οργή ή θυμηδία προκάλεσε παρά αμφιβολίες δημιούργησε στο κοινό. Ο τηλεπαρουσιαστής που τον φιλοξένησε βρέθηκε να αμύνεται έστω και επιτιθέμενος. Κάτι μοιάζει να αλλάζει…
Χρέος του καθενός μας είναι να θέτει εμπράκτως τα όρια. Να προάγει -έστω και με μικρές προσωπικές συγκρούσεις- την κοινωνία των πολιτών απέναντι στο “ο κλέψας του κλέψαντος”.

“Δεν πρόκειται για τα δύο ευρώ” θα μού έλεγε, χρησιμοποιώντας καθαρεύουσα, ένας γηραιός καθηγητής που είχα στη Νομική Σχολή. “Μα για την υπεράσπιση της έννομης τάξης ως προϋπόθεσης της δημοκρατίας.” Κακώς ανέχθηκα τον καραγκιόζη ταξιτζή.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 

Πηγή: https://www.capital.gr/